Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀντλητόν — ἀντλητός irrigated masc/fem acc sg ἀντλητός irrigated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμητός — ἱμητός, ή, όν (Α) [ιμάω) αυτός τον οποίο μπορεί να αντλήσει κάποιος, αντλητός … Dictionary of Greek